- διαθλαστής
- ο физ. преломляющая среда или предмет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαθλάστης — ο [διαθλώ] 1. σώμα που προκαλεί τη διάθλαση φωτεινής ακτίνας που διέρχεται από αυτό 2. είδος αστρονομικής διόπτρας … Dictionary of Greek
διαθλαστής — ο (φυσ.), το σώμα από το οποίο περνώντας η ακτίνα υφίσταται διάθλαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)